μεριά

μεριά
1) aspect
2) côté
3) part

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μεριά — και μερέα και μερά, η (Μ μερέα και μερεά και μεριά και μερία και μερά) 1. τόπος, θέση, μέρος («κάτσε επιτέλους σε μια μεριά») 2. τοποθεσία, τοπική περιοχή («η ανατολική μεριά τού δάσους») 3. κατεύθυνση 4. πλευρά, όψη, καθεμιά από τις πλευρές ή… …   Dictionary of Greek

  • μεριά — η ιάς 1. μέρος, τόπος: Στάσου σε μια μεριά! 2. τοποθεσία, πλευρά: Ερχόταν από την απέναντι μεριά. 3. φρ., «σε καλή μεριά», ευχή τα χρήματα που πήρε κάποιος να τα χρησιμοποιήσει σωστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άλλη Μεριά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 1.009 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πορταριάς. Η Ά.Μ. είναι προάστιο του Βόλου και τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματός του. Σε διάφορα σπίτια και σε έναν… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Μεριά — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 58 κάτ.) της Σαμοθράκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαμοθράκης του νομού Έβρου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 291 κάτ.) της Φολέγανδρου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού.… …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Μεριά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 525 μ., 26 κάτ.) της Κέας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέας (Ιουλίδος) του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Πίσω Μεριά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Άνδρου, του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • μεριάζω — [μεριά] 1. παραμερίζω, μετακινούμαι, υποχωρώ από τον τόπο μου («μέριασε, βράχε, να διαβώ», Βαλαωρ.) 2. μετακινώ, απομακρύνω, παραμερίζω κάτι …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • σοβράνος — α, ο, ουδ. και σοφράν Ν 1. αυτός που παρουσιάζει μέτωπο προς άνεμο προσήνεμος 2. (η αιτ. ουδ. ως επίρρ.) σοβράνο προς τη μεριά τού ανέμου, σε αντιδιαστολή με το σταβέντο 3. φρ. α) «παίρνω τα σοβράνα» πηγαίνω προς τη μεριά που πνέει ο άνεμος β)… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”